Skip to main content

Σε κάθε σχέση, είναι αναμενόμενο να θέλουμε ο σύντροφός μας να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο ή να κάνει συγκεκριμένα πράγματα. Αλλά η χρήση της λέξης που συνοψίζει αυτό το συναίσθημα, το «πρέπει» δηλαδή, μπορεί να είναι καταστροφική. Θα μπορούσε να αφορά το πλύσιμο των πιάτων ή μία οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση στο σπίτι, ή κάτι που θα θέλαμε να είχε πει διαφορετικά. Τα “πρέπει” του ενός στον άλλον όμως, όχι μόνο δεν προσφέρουν λύσεις, αλλά συχνά περιορίζουν την ουσιαστική επικοινωνία, αφού ο σύντροφος που τα θέτει δηλώνει, έμμεσα, πως έχει περισσότερο έλεγχο, κάνοντας τον άλλον να νιώθει πως ίσως χάνει δικαιώματα και ελευθερίες.

Το “πρέπει” υποδηλώνει ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος να κάνεις κάτι, θέτοντας τον έναν σύντροφο ανώτερο από τον άλλον, γεγονός που με το καιρό θα προκαλέσει απόσταση στη σχέση. Σκεφτείτε ακόμη, πως το “πρέπει”, ουσιαστικά, απαιτεί να σκέφτονται, να αισθάνονται ή να ενεργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αυτή η άκαμπτη, μη ρεαλιστική προσδοκία κάνει τον αποδέκτη να αποτύχει, ενώ συχνά το βιώνει ως κριτική, η οποία είναι επιζήμια για τη σχέση.

Ποιος είναι λοιπόν ο τρόπος να λέμε τα «πρέπει» χωρίς να τα λέμε στην πραγματικότητα;

Κάθε φορά που χρησιμοποιούμε το «πρέπει» προς τον σύντροφό μας, είναι μία χειραγωγική μορφή ελέγχου και κριτικής. Το να χρησιμοποιούμε την ενοχή και τη ντροπή για να προσπαθήσουμε να επηρεάσουμε τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων, μπορεί να είναι πραγματικά επιβλαβές. Αντίθετα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ουδέτερες εκφράσεις που βασίζονται στο “σωστό” και το “λάθος”, αντί δηλώσεων αξιολόγησης και κρίσης. Θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για συναισθήματα, σκέψεις και ανάγκες. Συνήθως οι άνθρωποι είμαστε πιο δεκτικοί σε αυτά, με αποτέλεσμα να ανταποκρινόμαστε πιο θετικά. Είναι προτιμότερο, λοιπόν, να αναφέρουμε πως μας κάνει να νιώθουμε η αδιαφορία του συντρόφου μας απέναντι στις υποχρεώσεις του σπιτιού, παρά να σχολιάσουμε επικριτικά την έλλειψη ενασχόλησής του με αυτές.

Οι θετικές εκφράσεις δημιουργούν ασφάλεια και εμπιστοσύνη μέσα στη σχέση και ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο μία ενδεχόμενης έντασης. Από την άλλη, πολλές φορές τα “πρέπει” προς τον σύντροφο εκφράζονται εξαιτίας της επιθυμίας μας να τον βοηθήσουμε. Επομένως, αντί να τους επιβάλλουμε τη βοήθεια, θα μπορούσαμε να τους δηλώσουμε την προθυμία μας για φροντίδα και βοήθεια, και αν θέλουν να την δεχτούν.

Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως είναι εξίσου σημαντικό να μη λέμε “πρέπει” ούτε σε εμάς τους ίδιους.

Είναι μία μορφή αυτομαστίγωσης που δημιουργεί μόνο αρνητικά συναισθήματα και δυσαρέσκεια για τον εαυτό μας. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να αυξήσει το άγχος, να μειώσει την αυτοεκτίμηση και να έχει συνολικά αρνητικό αντίκτυπο στη συναισθηματική ευημερία μας.

Φυσικά, αυτό δε θα συμβεί από τη μία μέρα στην άλλη. Όπως όλες οι συνήθειες, έτσι κι αυτή θα χρειαστεί χρόνο να αλλάξει. Μπορεί να είναι χρήσιμο να αντιμετωπίσουμε το άγχος, να έρθουμε σε επαφή με βαθύτερα συναισθήματα και να μάθουμε πώς να επικοινωνούμε με πιο δυναμικούς και ουσιαστικούς τρόπους.

Ας αφήσουμε λοιπόν τα “πρέπει” κι ας κοιτάξουμε να εκφραζόμαστε με αγάπη και χωρίς πίεση και κριτική προς τους άλλους. Και λέω “ας αφήσουμε” γιατί είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος των “πρέπει” που συχνά επικρίνω τον σύντροφό μου για αυτά που θα “έπρεπε” να είχε κάνει και δεν έκανε ή που θα “έπρεπε” να είχε κάνει αλλιώς. Κι ελπίζω να καταλάβει ότι προσπαθώ και θα προσπαθήσω ακόμη περισσότερο να το διορθώσω αυτό. Ελπίζω να με διαβάζει, δηλαδή, για να το μάθει. Αν και ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να με διαβάζει ανελλιπώς. Ουπς. Ήθελα να πω πως ΘΑ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ αν με διάβαζε ανελλιπώς.

featured photo: ©pexels/@Artem Podrez